- ἐπικέφαλον
- ἐπικέφαλονhead of battering-ramneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικέφαλον — ἐπικέφαλον, τό (AM) [κεφαλή] μσν. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού, περικεφαλαία 2. (για άλογο) προμετωπίδα αρχ. 1. η κεφαλή τού πολιορκητικού κριού 2. χρηματικό ποσό που διανέμεται κατ’ άτομο … Dictionary of Greek
ἐπικεφάλου — ἐπικέφαλον head of battering ram neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικέφαλα — mouth downwards indeclform (adverb) ἐπικέφαλον head of battering ram neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)